Υποστηρίζεται ότι στο σύγχρονο περιβάλλον η σημασία της ιθαγένειας είναι μειωμένη έως και ανύπαρκτη. Η άποψη αυτή, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ εκείνων που κατέχουν ήδη την ιδιότητα πλήρους μέλους στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητή από τους ίδιους τους οικονομικά ασθενέστερους που εξακολουθούν να καταφθάνουν στις επικράτειες των ανεπτυγμένων κρατών. Φαίνεται ότι όλοι εκείνοι, που είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν τη ζωή τους στην αναζήτηση της υπόσχεσης μιας καλύτερης ζωής στην Ευρώπη ή την Αμερική, δεν έχουν αντιληφθεί τις «προφητείες» για την μειωμένη αξία της ιθαγένειας στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, για τα μέλη της οικονομικής ελίτ, που είναι πρόθυμα να δαπανήσουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να αποκτήσουν το διαβατήριο μιας νέας «πατρίδας». Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον των άνισων ευκαιριών και της ελεγχόμενης κινητικότητας προσώπων και κεφαλαίων, όλα τα «διαβατήρια» δεν παρέχουν τις ίδιες ευκαιρίες και δυνατότητες. Ο επεκτατισμός της αγοράς έχει φτάσει λοιπόν να αγγίζει το ιερό και μέχρι πρότινος απαραβίαστο αγαθό της συμμετοχής σε μια πολιτική κοινότητα.
Περισσότερα αινιγματική είναι η προθυμία των κυβερνήσεων, των δημοσίων διαχειριστών και θεματοφυλάκων της ιδιότητας του πολίτη, να συμμετάσχουν σε διαδικασίες που προσομοιάζουν –πολλές φορές αποτελούν επί της ουσίας- με «πώληση» της ιδιότητας του πολίτη έναντι ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, υπό τη μορφή μετρητών ή τραπεζικού εμβάσματος.
Όλοι γνωρίζουν ότι η μετανάστευση αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πολιτικά ζητήματα της εποχής μας. Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας «περιοριστικής στροφής” πολιτικών αναφορικά με συνήθη ζητήματα στο πεδίο της μετανάστευσης και της πολιτογράφησης αλλοδαπών[1], όπως επί παραδείγματι των όρων και προϋποθέσεων που τίθενται για την είσοδο για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή διεθνούς προστασίας. Η κατάσταση, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική για την οικονομική ελίτ, η οποία μπορεί να παρακάμψει πολλές από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις και όρους για την είσοδο και διαμονή στο κράτος υποδοχής, απλά «αγοράζοντας» την ίδια τη δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα του εν λόγω κράτους.
Βέβαια, η πολιτογράφηση αλλοδαπών, η διαδικασία δηλαδή αυτή με την οποία ένα μη μέλος μιας πολιτικής κοινότητας μετατρέπεται σε μέλος, πάντοτε διέθετε μια μοναδική «νομική αύρα», καθώς αποτελεί ίσως την πιο «πολιτικοποιημένη» πτυχή του δικαίου ιθαγενείας[2]. Πράγματι, αυτό που διακυβεύεται είναι η σημαντικότερη και πιο ευαίσθητη απόφαση που καλείται να λάβει κάθε πολιτική κοινότητα: πώς να καθορίσει ποιος ανήκει ή θα έπρεπε να ανήκει στον κύκλο των μελών της. Λίγοι, ωστόσο, έχουν σήμερα αντιληφθεί ότι οι κυβερνήσεις πλέον διευκολύνουν την ταχύτερη και ομαλότερη πρόσβαση στην ιθαγένεια για εκείνους που μπορούν να πληρώσουν. Όπως θα προσπαθήσω να αναδείξω στη σύντομη αυτή εισήγηση, μπορεί κανείς να αποκομίσει χρήσιμες και αποκαλυπτικές πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση, απλά παρατηρώντας ποιος και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο ταχεία πρόσβαση στην ιθαγένεια.
Ας δούμε τα ακόλουθα παραδείγματα. Πρόσφατα, η Κύπρος πρότεινε την χορήγηση της ιθαγένειάς της σε εύπορους ξένους επενδυτές εν είδει αποζημίωσης για τις απώλειες των καταθέσεών τους εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το 2012, η Πορτογαλία εισήγαγε τη δυνατότητα απόκτησης μιας ειδικής προνομιούχας άδειας παραμονής (“golden residence permit”) προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις και να τονώσει την αγορά ακινήτων. Η Ισπανία υιοθέτησε πρόσφατα ένα παρόμοιο σχέδιο. Στις 12 Νοεμβρίου 2013, η Μάλτα ενέκρινε τροποποιήσεις στο δίκαιο ιθαγένειας της, παρέχοντας τη δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονται να αποκτήσουν υπηκοότητα της έναντι ποσού 650.000€[3]. Σύμφωνα με όσα προβλέπονται σε αυτά τα προγράμματα, πολλές από τις απαιτήσεις που ισχύουν συνήθως για εκείνους που αιτούνται την κτήση της ιθαγένειας μέσω πολιτογράφησης, όπως επί παραδείγματι η γλωσσική επάρκεια, παρατεταμένες περίοδοι προηγούμενης διαμονής στη χώρα ή η αποποίηση της προηγούμενης ιθαγένειας άμα τη λήψει της νέας, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση «επενδυτών», με τα κράτη να επιδίδονται σε έναν ιδιότυπο μεταξύ τους ανταγωνισμό, προκειμένου να προσελκύσουν ολοένα και περισσότερα μέλη της οικονομικής ελίτ. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, προσφέρει μια ταχύτατη (“fast track”) διαδικασία, που παρέχει στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα απόκτησης πενταετούς άδειας διαμονής, με δυνατότητα να ταξιδεύουν χωρίς βίζα εντός του ενιαίου χώρου Σένγκεν. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συνοδεύονται από τα μέλη της οικογένειάς τους. Παράλληλα, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν και την πορτογαλική υπηκοότητα και, κατ’ επέκταση όλα τα οφέλη της ιδιότητας του πολίτη της ΕΕ. Όλο αυτό, βέβαια, το πακέτο προσφέρεται έναντι εντός υψηλού τιμήματος: την πραγματοποίηση μιας επένδυσης ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ ή αγοράς ακίνητης περιουσίας αξίας 500.000 € ή τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Πέραν αυτού, η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται σε εκείνον που αποκτά την συγκεκριμένη άδεια διαμονής είναι απλά να διαμείνει για 7 ημέρες στην Πορτογαλία κατά το πρώτο έτος ισχύος της άδειας και δεκατέσσερις ημέρες μέσα στα επόμενα χρόνια. Πραγματικά απορεί κανείς, πως συμβιβάζονται οι απαιτήσεις αυτές με το σκεπτικό του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση υπόθεση Nottebohm, όπου κρίθηκε ως απαραίτητη για την αναγνώριση ως διεθνώς παραδεκτής της απονομής ιθαγένειας την ύπαρξη γνήσιου δεσμού (genuine link) μεταξύ κράτους ιθαγένειας και πολίτη[4].
Στη Μάλτα, οι επενδυτές θα αποκτούν την ιθαγένεια με υπουργική απόφαση εκδοθείσα κατά διακριτική ευχέρεια, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικασία να καθίσταται αδιαφανής. Όπως έχουν καταστήσει σαφές κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι σχετικές αιτήσεις θα τύχουν ταχείας εξέτασης, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι ενδιαφερόμενοι θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης έναντι των λοιπών προσώπων που υποβάλλουν αίτηση πολιτογράφησης. Επιπλέον, τα ονόματα όσων αποκτήσουν την υπηκοότητα βάσει των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, δεν θα δημοσιοποιούνται, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο ποτέ να μάθει κανείς σε ποιους τελικά έχει παραχωρήσει η πολιτεία την ιθαγένεια της, το πολύτιμο δηλαδή αυτό κομμάτι της ψυχής κάθε πολιτικής κοινότητας. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει προκαλέσει την οργή της αντιπολίτευσης, η οποία εκφράζει ανησυχίες ότι η μη δημοσιοποίηση της ταυτότητας όσων αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα αγοράζοντας κυριολεκτικά την ιθαγένεια της Μάλτας, επί της ουσίας ”στερεί από τους υπόλοιπους πολίτες το δικαίωμα να γνωρίζουν ποιος είναι τελικά πολίτης της χώρας”[5]. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη αποσύρθηκε την ύστατη στιγμή, ωστόσο η βασική δομή του προγράμματος παραμένει ακέραιη: ταχεία και υπό ευνοϊκούς όρους πολιτογράφηση, «που επιτρέπει στον οποιοδήποτε να αγοράσει επί της ουσίας ένα διαβατήριο Μάλτας, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να πατήσει το πόδι του στο έδαφος της χώρας». Πρόσφατη έρευνα καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας αντιτίθεται καταρχήν στην «πώληση» της ιθαγένειας και απορρίπτει το συγκεκριμένο πρόγραμμα, καθώς αυτό αποσυνδέει τη χορήγηση ιθαγένειας, τόσο από προηγούμενη διαμονή του ενδιαφερομένου στη Μάλτα όσο και από οποιουδήποτε όρους και προϋποθέσεις ύπαρξης δεσμών με τη χώρα και την κοινωνία.
Εκτός Ευρώπης, όσοι ενδιαφέρονται να αποκτήσουν το διαβατήριο μιας νέας πατρίδας μπορούν να στραφούν προς την Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις (Saint Kitts and Nevis), όπου μπορεί κανείς να αγοράσει την ιθαγένεια είτε καταβάλλοντας εφ’ άπαξ το ποσό των 250.000 δολαρίων είτε επενδύοντας συνολικό ποσό 400.000 δολαρίων στην αγορά ακινήτων, με την σχετική πράξη πολιτογράφησης να εκδίδεται μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Θα μπορούσαν επίσης να εξετάσουν την πιθανότητα της Κοινοπολιτείας της Δομινίκας (Commonwealth of Dominica) ή της Αντίγκουα και Μπαρμπούντα (Antigua and Barbuda), της τελευταίας σε μια αυξανόμενη λίστα χωρών που υιοθέτησαν προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές. Μολονότι, συνήθως ο νόμος απαιτεί σημαντικές περιόδους διαμονής για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν την ιθαγένεια των συγκεκριμένων χωρών μέσω πολιτογράφησης (δεκατέσσερα χρόνια στο Σεντ Κιτς και Νέβις, επτά χρόνια στην Κοινοπολιτεία της Ντομίνικα και στην Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, αντίστοιχα), η απαίτηση προγενέστερης διαμονής στη χώρα για τους επενδυτές μειώνεται σε μόνο επτά ημέρες -μια σύντομη εβδομάδα διακοπών κάτω από τον τροπικό ήλιο – ή ακόμα δεν απαιτείται καν για όσους επιθυμούν να αγοράσουν με “fast track” διαδικασίες το νέο τους διαβατήριο.
Η κτήση της ιθαγένειας βάσει των ως άνω ειδικών προγραμμάτων για επενδυτές, που μόλις περιγράφησαν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτών που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως προγράμματα «αγοράς διαβατηρίων» (“cash-for-passport programmes”). Τα συγκεκριμένα προγράμματα δεν απαιτούν την ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού “nexi” μεταξύ κράτους και του προσώπου που αποκτά την ιθαγένεια. Το μόνο που απαιτείται είναι η παραμονή των κεφαλαίων του επενδυτή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη χώρα. Τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να διακρίνονται από εκείνα τα πιο «παραδοσιακού χαρακτήρα» προγράμματα προσέλκυσης επενδυτών –προγράμματα που αποτελούν και αυτά αντικείμενο έντονης κριτικής- βάσει των οποίων παρέχεται μεν η δυνατότητα στους «αποδημούντες εκατομμυριούχους» (“migrant millionaires” για να δανειστώ τον κατάλληλο αυτό όρο κατά τον David Ley) να εισέλθουν στην επικράτεια ενός κράτους για το σκοπό πραγματοποίησης επενδύσεων, ωστόσο, στη συνέχεια θα πρέπει και αυτοί κατά το μάλλον ή ήττον να συμμορφωθούν με τις γενικές προϋποθέσεις διαμονής και πολιτογράφησης που ισχύουν για όλους τους αλλοδαπούς[6]. Τέτοια προγράμματα μπορεί κανείς να συναντήσει, μεταξύ άλλων, στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, το Χονγκ Κονγκ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα δύο αυτά είδη προγραμμάτων για επενδυτές εγείρουν σοβαρά ηθικά διλήμματα. Εντούτοις, τα προγράμματά «αγοράς διαβατηρίων» (“cash-for-passport programmes”) είναι σαφώς πιο ακραία.
Τα προγράμματα αυτά συνιστούν μία από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις στο πεδίο της ιθαγένειας του 21ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης νέων μορφών ανισότητας. Τα κράτη, εν αντιθέσει προς όσα προέβλεψαν ορισμένοι θεωρητικοί, εξακολουθούν να δημιουργούν και να επιδεινώνουν τις ανισότητες, μέσω επιλεκτικών μεταναστευτικών πολιτικών, οι οποίες από τη μία μεριά καθιστούν την συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας εύκολη για ορισμένους, ενώ από την άλλη εξαιρετικά δύσκολη για άλλους. Αυτή η νέα παγκόσμια πραγματικότητα αποκαλύπτει τεκτονικές πιέσεις, που υφίστανται στο παρασκήνιο, ενώ παράλληλα εισάγει νέα και επείγοντα διλήμματα σχετικά με την κλίμακα, το πεδίο εφαρμογής και τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και κινητικότητας, ιδιότητας του πολίτη και (επιλεκτικής) ανοικτής κοινωνίας. Οι εξελίξεις αυτές έχουν, επίσης, σημαντικές επιπτώσεις στη μεταναστευτική πολιτική και νομοθεσία των κρατών, καθώς, μέσω των συγκεκριμένων προγραμμάτων, τα όρια μεταξύ του κράτους και της αγοράς δοκιμάζονται συνεχώς, διαβρώνονται και εντέλει καθίστανται θολά.
Αυτές οι περίπλοκες και «αχαρτογράφητες» αλληλεπιδράσεις μεταξύ κράτους και αγοράς, βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνάς μου πάνω στις αναδυόμενες επιλεκτικές πολιτικές μετανάστευσης και προσέγγισης της ιθαγενείας ως αντικειμένου συναλλαγής μεταξύ κρατών και ιδιωτών[7]. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης ιθαγένειας ανήκουν μόνο κυρίαρχα κράτη. Οι κυβερνήσεις και μόνο οι κυβερνήσεις –όχι οι αγορές- μπορούν να εξασφαλίσουν και να διαθέσουν το πολύτιμο έννομο αγαθό της συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα. Αλλά τι συμβαίνει όταν η λογική του κεφαλαίου και των αγορών διεισδύει σε αυτή την κλασσική έκφραση της κρατικής κυριαρχίας; Ο πολλαπλασιασμός αυτών των προγραμμάτων «αγοράς διαβατηρίων» συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ακριβώς αυτού του φαινομένου. Το γεγονός αυτό επιβάλει την κριτική προσέγγιση μας, καθώς οι κυβερνήσεις που υιοθετούν τέτοια προγράμματα συχνά επικαλούνται το εθνικό τους συμφέρον, ενώ την ίδια στιγμή, παραδόξως, δημιουργούν επικίνδυνους δεσμούς μεταξύ χρήματος και πρόσβασης στην ιθαγένεια, ενδεχομένως εις βάρος του βασικού αγαθού της ισότιμης συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν σημαντικά ηθικά και νομικά ζητήματα. Για ποιο λόγο επιλέγουν τα κράτη να θέσουν την ιθαγένεια τους προς πώληση; Και ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που δημιουργούν αυτού του είδους τα προγράμματα πολιτογράφησης για επενδυτές; Είναι το γεγονός ότι κάποιοι προηγούνται έναντι κάποιων άλλων κατά τη διαδικασία της πολιτογράφησης; Το ότι τίθεται ένα τίμημα για την απόκτηση της ιθαγένειας; Η διάβρωση του ιδίου του αγαθού της πολιτικής συμμετοχής; Ή, μήπως, όλα τα παραπάνω;
Αναμφίβολα, οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς θα υπερασπιστούν με ενθουσιασμό τα συγκεκριμένα προγράμματα, καθώς αυτά μας απελευθερώνουν από τα δεσμά του έθνους και των κοινών πολιτισμικών παραδόσεων και μας οδηγούν σε μια νέα παγκόσμια εποχή ανταγωνισμού και οικονομικών σχέσεων, όπου, όπως υποστήριξε ο νομπελίστας οικονομολόγος Gary Becker, ο μηχανισμός των τιμών θα υποκαταστήσει όλα εκείνα τα περίπλοκα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τη νόμιμη είσοδο σε μια πολιτική κοινότητα[8]. Όσο και αν θα ήθελε να το αρνηθεί ο Becker, τα προγράμματα αυτά αποπνέουν έναν «αέρα σκανδάλου», όχι μόνο εξαιτίας των συχνών κατηγοριών ότι διευκολύνουν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τις απάτες[9], αλλά κυρίως λόγω κάτι πολύ βαθύτερου και σημαντικότερου. Η ιδιότητα του πολίτη, όπως την γνωρίζουμε (τουλάχιστον από τον Αριστοτέλη και έπειτα) συντίθεται από σχέσεις πολιτικού περιεχομένου. Ως εκ τούτου, αναμένεται να ανταποκρίνεται στην έννοια της συμμετοχής, συν-διακυβέρνησης, και σε έναν βαθμό αλληλεγγύης μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονται στην πολιτική κοινότητα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς αυτές οι αξίες θα μπορούσαν να διατηρηθούν υπό συνθήκες υπό τις οποίες τα μέλη και μη μέλη μας πολιτικής κοινότητας μπορούν να διακριθούν τελικά μόνο από την ικανότητά τους να πληρώσουν συγκεκριμένο χρηματικό αντίτιμο. Η έννοια ότι τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής συμμετοχής, μπορούν να αποτιμηθούν χρηματικά, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Αυτό είναι που καθιστά τελικά βαθιά προβληματικά και απαράδεκτα τα συγκεκριμένα προγράμματα κτήσης ιθαγένειας από επενδυτές, ακόμα και αν στην πράξη αφορούν μόνο έναν πολύ περιορισμένο αριθμό προσώπων ετησίως, που έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετάσχει σε αυτά. Η πώληση και ανταλλαγή της ιδιότητας του πολίτη, ακόμη και αν αρχικά απευθυνόταν σε έναν μικρό αριθμό προσώπων που ανήκουν στην οικονομική ελίτ, εντούτοις στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα, τόσο σε επίπεδο δικαίου όσο και κοινωνικής ηθικής, ποιους αντιμετωπίζει το σύγχρονο φιλικά προσκείμενο προς τις αγορές κράτος ως προτεραιότητα στον τομέα της μεταναστευτικής του πολιτικής και ποιους «εποφθαλμιά» ως μελλοντικούς πολίτες. Αυτή η συμπεριφορά των κρατών, η σαφώς διαμορφωμένη με όρους αγοράς, καταδεικνύει την τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί γύρω από το ζήτημα της ιθαγένειας και υποδεικνύει την μελλοντική κατεύθυνση την οποία πιθανόν να πάρει.
Παρόλο που οι οικονομολόγοι θα σπεύσουν να επισημάνουν ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή εσόδων για τα κράτη, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν επαρκεί προκειμένου να υποστηρίζει κανείς την υιοθέτηση τέτοιων προγραμμάτων. Η επιθυμία για αύξηση των δημοσίων εσόδων μπορεί, εμπειρικά, να εξηγήσει γιατί ορισμένα κράτη επιλέγουν να προσφέρουν τέτοια προγράμματα. Από κανονιστική, όμως, άποψη, μια τέτοια ανταλλαγή απειλεί να αλλοιώσει το ίδιο το αγαθό που τίθεται προς πώληση: αυτό που αλλάζει όταν θέτει κανείς την ιδιότητα του πολίτη προς πώληση δεν είναι μόνο η τιμή αυτής αλλά και το ίδιο το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Καθώς τα προγράμματα αυτά διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στις πολιτικές γύρω από τη μετανάστευση και την ιθαγένεια, είναι επίσης πιθανό, σταδιακά να αναδιαμορφώσουν την ίδια την ιδιότητα του μέλους μια πολιτικής κοινότητας. Η εμπιστοσύνη σε ένα μηχανισμό τιμών και μόνο, αποκλειομένων όλων των λοιπών σημαντικών στοιχείων, όχι μόνο θα αποτρέψει τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού από το να αποκτήσει κάποτε τη δυνατότητα πρόσβασης στην ιθαγένεια στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά μπορεί να οδηγήσει, λογικά με τρόπο απαγωγικό και σταδιακά μέσα στο χρόνο, στη διαμόρφωση ενός κόσμου όπου όλα τα μέλη της πολιτικής κοινότητας θα πρέπει να καταβάλουν αντίτιμο για τη συμμετοχή σε αυτήν άλλως θα κινδυνεύουν να μείνουν στο περιθώριο[10].
Αρκετοί μελετητές έχουν επιχειρήσει να σκιαγραφήσουν πως μπορεί να μοιάζει ο κόσμος μας στην περίπτωση που οι όροι που διέπουν την πρόσβαση και τη συμμετοχή στη πολιτική ζωή της κοινότητας καθορίζονται από την αγορά και όχι το κράτος. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά μία μελέτη, «[α]ν θεωρήσουμε ότι βασικά στοιχεία της πολιτικής συμμετοχής σε μια κοινότητα είναι η προστασία των μελών της και η συμμετοχή τους στις δομές διακυβέρνησης αυτής, τότε η προσφορά και ζήτηση για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη θα μπορούσε να περιστραφεί ακριβώς γύρω από αυτά τα βασικά στοιχεία. Πράγματι, η προσφορά ολοένα και ευρύτερων «παροχών» θα αποτελέσει τη βάση για τη διαφοροποίηση με όρους μάρκετινγκ του ιδίου του προϊόντος (product differentiation[11]) της ιδιότητας του πολίτη[12]. Η έννοια αυτή “διαφοροποίηση των προϊόντων” πρέπει να σημειωθεί, ότι αποτελεί έναν ευφημισμό για την παροχή τελικώς ολοένα και μικρότερων δικαιωμάτων και υπηρεσιών έναντι, υποτίθεται, χαμηλότερου τιμήματος[13]. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να ξεχάσει κανείς την έννοια της ιδιότητας του πολίτη ως ισότιμης συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα, που αποκτήθηκε με τόσο κόπο. Εν απουσία αυτής, οι κανόνες της προσφοράς και ζήτησης και μηχανισμοί πλειοδοτικού χαρακτήρα, θα κληθούν να αντικαταστήσουν (κατά ατελή ωστόσο τρόπο) τις δημοκρατικές και συλλογικές διαδικασίες λήψης κρίσιμων αποφάσεων όπως το τι σημαίνει τελικά να ανήκει κανείς σε μια πολιτική κοινότητα, πως μπορεί να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του μέλους αυτής και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Ακόμη και οι ίδιοι οι ένθερμοι υποστηρικτές της προσέγγισης της ιθαγένειας με όρους αγοράς αντιλαμβάνονται ότι οι απόψεις τους συναντούν δυσκολίες να πείσουν. Ο Becker, επί παραδείγματι, παραδέχεται ότι «οι άνθρωποι αντιτίθενται στην προσέγγιση της ιδιότητας του πολίτη με όρους αγοράς, διότι, όπως υποστηρίζουν, «η ιθαγένεια δεν πρέπει να είναι προς πώληση»[14], κάτι που φαίνεται να αποτελεί βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στην συνείδηση της πολιτικής κοινότητας. Όπως προκύπτει από πρόσφατες συζητήσεις γύρω από τα συγκεκριμένα προγράμματα κτήσης ιθαγένειας από επενδυτές, οι περισσότεροι διατηρούν ισχυρές επιφυλάξεις αναφορικά με την χρηματική αποτίμηση της ιδιότητας του πολίτη[15]. Οι λόγοι ποικίλουν. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η προσέγγιση αυτή της ιθαγένειας με οικονομικούς όρους μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στην θεώρηση εκείνη της ιδιότητας του πολίτη που βασίζεται σε μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης και κοινής ευθύνης και μπορεί να οδηγήσει στην ταύτιση της πολιτικής και της ηθικής με την οικονομία. Μπορεί, επίσης, να υπονομεύσει τους δεσμούς μεταξύ των μελών της πολιτικής κοινότητας, δεσμοί οι οποίοι στηρίζονται στην κοινωνική συνδημιουργία, την αλληλεγγύη ακόμα και την πραγματοποίηση κοινών θυσιών σε στιγμές ανάγκης. Επιπλέον η ιδιότητα του πολίτη αφορά, μεταξύ άλλων, στη λήψη συλλογικών αποφάσεων και την μετουσίωση αυτών των αποφάσεων σε δεσμευτικές υποχρεώσεις, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδίου, το οποίο εκτείνεται πέρα από τη διάρκεια ζωής της εκάστοτε γενιάς των μελών της πολιτικής κοινότητας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί υπό το καθεστώς στρατηγικών συναλλαγών, σύμφωνα με το οποία «ο πλούτος μπορεί να αγοράζει την ιδιότητα συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα». Μετατρέποντας κανείς την ιθαγένεια, σε ένα εμπορεύσιμο προϊόν, αντιτίθεται στην «σύνθετη (κοινωνική) ισότητα»[16], σύμφωνα με την οποία τα αγαθά από τη μία σφαίρα της κοινωνικής ζωής (στην προκείμενη περίπτωση ο πλούτος) δεν πρέπει να παρεισφρέουν σε άλλους τομείς της κοινωνίας (σε αυτή την περίπτωση, στην δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα)[17]. Το γεγονός αυτό καθιστά την ιδέα της πώλησης της ιδιότητας του πολίτη «αποκρουστική» σε όποιον αντιτίθεται στον τελικό θρίαμβο της οικονομίας έναντι της πολιτικής, στην υποβίβαση του δημόσιου βίου και της ηθικής σε απλές συναλλαγές οικονομικού περιεχομένου και στην ιδέα ότι οι «αγορές» καταλαμβάνουν την πλήρη έκταση της ίδιας της ανθρώπινης αξίας[18].Μια άλλη σειρά ανησυχιών αφορά στην υπερεθνική διάσταση της ίδιας της ιδιότητας του πολίτη, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ιθαγένειας», η οποία είναι παράγωγη της εθνικής ιθαγένειας του εκάστοτε κράτους μέλους. Οι πρωτοβουλίες αυτές κρατών μελών που αποφασίζουν να θέσουν προς «πώληση» την εθνική τους ιθαγένεια επηρεάζουν έμμεσα την υπερεθνική ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, την οποία απολαμβάνουν από κοινού με τα άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, τα κράτη αυτά μπορεί να αντιτίθενται τα ίδια σε μια τέτοιου είδους εμπορευματοποίηση της κοινής «ευρωπαϊκής ιθαγένειας». Υπάρχουν επίσης περίπλοκα ζητήματα σχετικά με το προς ποιους (πέρα των δικών της πολιτών) οφείλει να δικαιολογήσει η εκάστοτε κυβέρνηση να αιτιολογήσει την υιοθέτηση τέτοιων επιλεκτικών πολιτικών εισδοχής και πολιτογράφησης. Απαιτείται να δικαιολογήσει την απόφασή της προς τα άλλα κράτη μέλη; Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή; Σε εκείνους που θα μπορούσαν καταρχήν να εισέλθουν και διαμείνουν στη χώρα μέσω των συνήθων «διαύλων» νόμιμης μετανάστευσης (π.χ. για λόγους οικογενειακής επανένωσης, εργασίας ή ανθρωπιστικούς λόγους), εντούτοις δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τα πλεονεκτήματα που αποκτούν οι κάτοχοι των «χρυσών» αυτών διαβατηρίων; Από παγκόσμια οπτική, τα προγράμματα αυτά επιδεινώνουν σαφώς προϋπάρχουσες ανισότητες αντί να αμβλύνουν αυτές. Μήπως θα πρέπει, λοιπόν, να έχουν λόγο και οι λαοί των χωρών καταγωγής των επενδυτών, χωρών που κατά τεκμήριο βρίσκονται σε χαμηλό στάδιο οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση προς τις αναπτυγμένες χώρες προορισμού; Ή μήπως, υπό ευρύτερη έννοια, θα πρέπει να έχουν λόγοι και όλοι εκείνοι που μπορεί να επηρεαστούν κατά άδικο και αυθαίρετο τρόπο από τις συγκεκριμένες πολιτικές[19]; Και τι γίνεται με τους μετανάστες που έχουν ήδη εγκατασταθεί στη συγκεκριμένη χώρα, οι οποίοι όχι μόνο δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα προγράμματα αυτά πολιτογράφησης που δεν απαιτούν οποιαδήποτε γνώση ή εξοικείωση με τις πολιτικές δομές, τους κύριους πολιτικούς θεσμούς, την ιστορία ή τη γλώσσα της χώρας, αντίθετα, υπόκεινται σε ολοένα και πιο περιοριστικούς και απαιτητικούς όρους και προϋποθέσεις ένταξης και ενσωμάτωσης στη χώρα προορισμού; Εφόσον η ένταξη και η ενσωμάτωση στη χώρα προορισμού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική αναγνώριση από το κράτος της δυνατότητας συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα, μέσω της υιοθέτησης ολοένα και πιο περιοριστικών διαδικασιών και δοκιμασιών για την πολιτογράφηση αλλοδαπών, τότε πως είναι δυνατό αυτό να συμβαίνει μόνο σε ορισμένους και όχι σε άλλους αλλοδαπούς;
Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει οποιαδήποτε λογική σύνδεση μεταξύ της κατάθεσης ενός χρηματικού ποσού ή πραγματοποίησης ενός τραπεζικού εμβάσματος και της ιδιότητας του μέλους μιας πολιτικής κοινότητας, ιδιότητας που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη και ενθάρρυνση δεσμών συμμετοχής και αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της. Υπό την έννοια αυτή, η πώληση της ιδιότητας του πολίτη, όσο προσεκτικά και αν ρυθμίζεται και υλοποιείται στην πράξη, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να απαγορεύεται. Σε ένα όχι πολύ μακρινό δυστοπικό μέλλον, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις, όπου το μέγεθος της οικονομικής ευρωστίας, και μόνο αυτό, να αποτελεί το κριτήριο για την επιλογή μεταξύ καταλλήλων και ακατάλληλων υποψηφίων για της είσοδο, διαμονή στη χώρα προορισμού και, ενδεχομένως, για την κτήση της ιδιότητας του πολίτη. Αυτού του είδους οι συναλλαγές, όπως επισημαίνουν συνήθως οι νομικοί και οι πολιτικοί φιλόσοφοι, ευτελίζουν την ίδια την ιδιότητα του πολίτη: η αντίληψη της ιθαγένειας ως αντικειμένου συναλλαγής “αμαυρώνει”, “υποβαθμίζει”, “διαφθείρει” (σε ηθικό επίπεδο) την αξία του ιδίου του αγαθού της πολιτικής συμμετοχής. Στο ίδιο πνεύμα θα μπορούσαμε να σημειώσουμε, επίσης, ότι τα προγράμματα αυτά επηρεάζουν αρνητικά την ίδια τη φύση της ιδιότητας του πολίτη και τους κανόνες που θα πρέπει να εφαρμόζονται για την συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα[20].
Όπως έχουν ήδη επισημάνει επικριτές αυτού του είδους της «εμπορευματοποίησης» της ιδιότητας του πολίτη[21], το πρόβλημα δεν είναι ότι το αντίτιμο των 650.000 € είναι πολύ υψηλό ή χαμηλό, αλλά το γεγονός ότι η ίδια η ιδιότητα του πολίτη τίθεται προς πώληση, ανεξάρτητα ποιο είναι το αντίτιμο. Τούτο διότι, το γεγονός αυτό επιφέρει σημαντικές συνέπειες στις μη οικονομικού περιεχομένου σχέσεις που αναπτύσσονται σε μια πολιτική κοινότητα, διαβρώνοντας τους δεσμούς που συνδέουν τα μέλη και μεταβάλλοντας την ίδια την αντίληψη του τι σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια πολιτική κοινότητα. Για τους ίδιους, λοιπόν, λόγους για τους οποίους υποστηρίζω ότι κρίσιμο για την χορήγηση της ιθαγένειας δεν θα πρέπει να είναι το τυχαίο (και σε ένα βαθμό αυθαίρετο) γεγονός της γέννησης σε έναν τόπο[22], ακριβώς γι’ αυτούς του λόγους θα πρέπει να αντιτίθεται κανείς, με ακόμη μεγαλύτερο σθένος, στην ιδέα ότι τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν «την αγάπη για μια πατρίδα» ή να εξασφαλίζουν την ιδιότητα του πολίτη.
Εάν οι κυβερνήσεις και οι ακτιβιστές ακούν, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τα προειδοποιητικά αυτά σημάδια. Το ιδανικό της ισότιμης συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα έχει υποστεί πολλές ρωγμές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Άλλωστε, αποτελούσε πάντοτε περισσότερο φιλοδοξία παρά πραγματικότητα. Ωστόσο, οι επικίνδυνες και ολοένα και συχνότερες διασυνδέσεις μεταξύ χρήματος και πρόσβαση στην συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές, μερκαντιλιστικού χαρακτήρα[23], αντιλήψεις γύρω από την ιδιότητα του πολίτη, οι οποίες έχουν αποτελέσει τη βάση για την υιοθέτηση των ειδικών αυτών προγραμμάτων πολιτογράφησης επενδυτών απειλούν όχι μόνο την εφαρμογή αλλά και το ίδιο το ιδανικό της ιδιότητας του πολίτη. Φλερτάροντας με την οικονομική ελίτ μέσω της χαλάρωσης των τυπικών όρων και προϋποθέσεων εισδοχής και πολιτογράφησης, τα κράτη μπορούν μεν να γεμίσουν βραχυπρόθεσμα τα ταμεία τους, ωστόσο, μακροπρόθεσμα κινδυνεύουν να ευτελίσουν κάτι πολύ πιο σημαντικό: την ίδια την ιδιότητα του πολίτη.
Ayelet Shachar, Professor of Law, (former) Canada Research Chair in Citizenship and Multiculturalism, University of Toronto Faculty of Law
(Επιμέλεια – απόδοση στα ελληνικά Στάθης Πουλαράκης)
Αναδημοσίευση απο το Immigration.gr
[1]Joppke, Christian (2007), ‘Beyond National Models: Civic Integration Policies for Immigrants in Western Europe,’ West European Politics, 30: 1-22, Orgad, Liav (2010), ‘Illiberal Liberalism: Cultural Reflections on Migration and Access to Citizenship in Europe’, American Journal of Comparative Law, 58: 53-106.
[2]Bauböck, Rainer and Sara Wallace Goodman (2010), Naturalisation, EUDO Citizenship Policy Brief No. 2: 1
[3] Σημ. μεταφραστή: Στις 12.11.2013 η Μάλτα ενέκρινε τροποποιήσεις στο δίκαιο ιθαγένειας της, παρέχοντας τη δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονται να αποκτήσουν υπηκοότητα έναντι ποσού 650.000€. Μετά από σφοδρές αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν σε επίπεδοΕυρωπαϊκής Ένωσης, η Μάλτα αναγκάστηκε να τροποποιήσει το πρόγραμμα, προβλέποντας ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν διαμείνει επί ένα έτος στη χώρα και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ύψους 1,15 εκατομμυρίων ευρώ.
[4] Σημ. μεταφραστή: η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε στην αναγνώριση διπλής ιθαγένειας (η μία εκ των οποίων αποκτήθηκε με πολιτογράφηση) και ιδίως εάν ο Nottebohm -γερμανός υπήκοος πολιτογραφηθείς το 1939 ως υπήκοος του Λιχτενστάιν και κατοίκων στη Γουατεμάλα, όπου και απέκτησε μεγάλη περιουσία- εδικαιούτο να τύχει της διπλωματικής προστασίας του Λιχτενστάιν. Τούτο, διότι, η Γουατεμάλα είχε λάβει μέτρα κατά της περιουσίας του, όπως και έναντι όλων των άλλων γερμανών υπηκόων, λόγω του πολέμου, απαλλοτριώνοντας ουσιαστικά την περιουσία του. Παρά το γεγονός ότι, το Δικαστήριο έκρινε ότι καθορισμός τόσο των ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων όσο και της διαδικασίας κτήσης της ιθαγένειας με πολιτογράφηση αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του εκάστοτε κράτους, εντούτοις, έκρινε ως απαραίτητη την ύπαρξη γνήσιου δεσμού (genuine link) μεταξύ κράτους ιθαγένειας και πολίτη για την αναγνώριση ως διεθνώς παραδεκτής της απονομής ιθαγένειας, γεγονός που δεν συνέτρεχε κατά την άποψη του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση και απέρριψε την σχετική προσφυγή κατά της Γουατεμάλας.
[5]Malta Today (2013), ‘Opposition Proposes Change of Name to Individual Donor Programme’ http://m.maltatoday.com.mt/newsdetails/news/national/Opposition-proposes-change-of-name-to-individual-donor-programme-20131109.[6]Dzankic, Jelena (2012), ‘The Pros and Cons of Ius Pecuniae: Investor Citizenship in Comparative Perspective’, EUI Working Papers, RSCAS 2012/14.
[7]Shachar, Ayelet (2006), ‘The Global Race for Talent: Highly Skilled Migrants and Competitive Immigration Regimes’, NYU Law Review, 81 (2006): 148-206, της ιδίας, (forthcoming), Olympic Citizenship: Migration and the Global Race for Talent. Oxford: Oxford University Press.
[8]Becker, Gary (1992), ‘An Open Door for Immigrants – the Auction,’ Wall Street Journal, Oct. 14, 1992, A1.
[9]The Economist (2013), ‘Selling Citizenship: Papers Please’, Sept. 28, 2013.[10]Spiro, Peter J. (2008), Beyond Citizenship: American Identity After Globalization. Oxford: Oxford University Press.
[11] Σημ. μεταφραστή: Στα οικονομικά και ειδικότερα στο μάρκετινγκ ως product differentiation ή εν συντομία differentiation (διαφοροποίηση) ονομάζεται η διαδικασία μέσω της οποίας ένα προϊόν ή υπηρεσία διακρίνεται από άλλα/ες, ώστε να καταστεί ελκυστικότερο σε μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο.
[12]Downes, Daniel M. and Richard Janda (1998), ‘Virtual Citizenship’, Canadian Journal of Law and Society, 13: 27-61: 55.
[13]Jordan, Bill & Frank Düvell (2003), Migration: The Boundaries of Equality and Justice. Cambridge: Polity Press.
[14]Becker, Gary (1992), ‘An Open Door for Immigrants – the Auction,’ ό.π., A1.
[15]Borna, Shaheen and James M. Stearns (2002), ‘The Ethics and Efficacy of Selling National Citizenship’, Journal of Business Ethics, 37: 193-207: 197.[16] Σημ. μεταφραστή: Η έννοια της «σύνθετης ισότητας», αποτελεί μία θεωρητική αρχή της διανεμητικής δικαιοσύνης, την οποία εισήγαγε ο Michael Walzer στο κλασσικό έργο του «Σφαίρες της δικαιοσύνης». Σύμφωνα με την συγκεκριμένη αρχή, οι ανισότητες μεταξύ των διαφόρων σφαιρών της κοινωνίας, δεν πρέπει να παρεισφρέουν σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής.
[17]Walzer, Michael (1983), Spheres of Justice: A Defense of Pluralism and Equality. New York: Basic Books.
[18] Βλ. σχετικά Radin, Margaret J. (1987), ‘Market-Inalienability’, Harvard Law Review, 100: 1849-1937, Sunstein, Cass R. (1997), ‘Incommensurability and Kinds of Valuation: Some Applications in Law’, in Incommensurability, Incomparability, and Practical Reason, Ruth Chang ed. Cambridge, MA: Harvard University Press, Sandel, Michael J. (2013), What Money Can’t Buy: The Moral Limits of Markets. New York: Farrar, Straus and Giroux.[19]Goodin, Robert (2007), ‘Enfranchising All Affected Interests, and Its Alternatives.” Philosophy and Public Affairs, 35: 40-68.
[20]Sandel, Michael J. (2013), What Money Can’t Buy: The Moral Limits of Markets, ό.π.,113.
[21]Cohen, I. Glenn (2003), ‘The Price of Everything, the Value of Nothing: Reframing the Commodification Debate’, Harvard Law Review, 117: 689-710.
[22] Σημ. μεταφραστή: Η Shachar στα έργα τηςυποστηρίζει την αναγκαιότητα απαγκίστρωσης από τις παραδοσιακές έννοιες του δικαίου του αίματος και του εδάφους για τον καθορισμό της ιθαγένειας ενός προσώπου και οριοθέτησης αυτής κατά το πρότυπο ενός ius nexi, όπου καθοριστικό στοιχείο αποτελεί η παρουσία σε συγκεκριμένο τόπο και οι συμβιωτικές σχέσεις που αναπτύσσονται στη σφαίρα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Έτσι, ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στο άτομο και την πολιτική κοινότητα θα αποτελεί πλέον προϊόν αυτοκαθορισμού και όχι μιας σχέσης που κληρονομείται εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος της γέννησης σε ένα ορισμένο τόπο ή από συγκεκριμένους γονείς. Βλ. Shachar, Ayelet (2009), The Birthright Lottery: Citizenship and Global Inequality. Cambridge, MA: Harvard University Press, Shachar, Ayelet (2011), ‘Earned Citizenship: Property Lessons for Immigration Reform’, Yale Journal of Law & the Humanities, 23: 110-158.[23] Σημ. μεταφραστή: Με τον όρο Εμποροκρατία, ή Εμποροκρατισμός, ή Εμποροκρατικό σύστημα, ή ακόμα και Μερκαντιλισμός εκ του αγγλικού διεθνούς σήμερα όρου "Mercantilism" χαρακτηρίζεται γενικά το οικονομικό σύστημα που πολλές φορές φέρεται να ταυτίζει τον πλούτο με το χρήμα.